-
1 Ανθρωπολογία Χριστιανική
Ανθρωπολογία Χριστιανική ηХристианская Антропология – раздел Богословия, изучающий человека сквозь призму православного учения об обоженииΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ανθρωπολογία Χριστιανική
-
2 Ηθική Χριστιανική
Ηθική Χριστιανική ηХристианская Этика – богословская наука, содержащая нравственное учение Православной Церкви о том, что должен совершать христианин и чего он должен избегать, чтобы достичь совершенства жизни во ХристеΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ηθική Χριστιανική
-
3 αδελφότητα
αδελφότητα ηбратство – религиозное благотворительное общество или объединение некоммерческого характера, преследующее общественные цели:η Χριστιανική Αδελφότητα Νέων (Χ.Α.Ν.) Христианское молодежное братство,
Χριστιανική αδελφότητα θεολόγων — Христианское братство богословов;
2) объединение монастырских общин и верующих:Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αδελφότητα
-
4 θρησκεία
η1) религия; вера, вероисповедание;χριστιανική (μουσουλμανική) θρησκεία — христианская (мусульманская) религия;
2) культ;θρησκεία της ελευθερίας (της επιστήμης) — верность свободе (науке)
-
5 πίστη
[-ις (-εως)] η1) вера, уверенность, убеждённость; 2) верность, преданность;η πίστη στον όρκο — верность присяге;
σηζυγική πίστη — супружеская верность;
3) доверие;4) вера (религиозная);η χριστιανική πίστη — христианская вера;
5) кредит;εμπορική πίστη — коммерческий кредит;
τραπεζιτική πίστη — банковский кредит;
§ κακή πίστη — вероломство, коварство;
καλή πίστη — искренность, чистосердечие;
καλή τη πίστει незлобиво, с чи- стым сердцем;του βγάζω ( — или αλλάζω) την πίστη — замучивать, утомлять;
μου βγήκε η πίστη — я замучился;
αυτός δεν έχει πίστη — ему доверять нельзя; — он ненадёжный человек
-
6 θρησκεία
θρησκεία ηрелигия, вера, вероисповедание:Этим.< дргр. θρησκεύω «служить Богу», происхождение слова неизвестно. Существует версия, что слово происходит от θρήσκω «понимать, мыслить» и θράσκειν «напоминать» -
7 πίστη
πίστη η1) вера, уверенность, убежденность;2) вера (религиозная):Этим.< дргр. πίστις. Слово, согласно его происхождению и первоначальному значению, не выражало веры во что-то, но чувство уверенности, приобретенное доказательствами. Поэтому слово «πίστη» часто означало «гарантия, подтверждение» -
8 χριστιανικός
χριστιανικός, -ή, -όхристианский:χριστιανική πίστη / ναός / κήρυγμα / αγάπη / εκκλησία / διδασκαλία — христианская вера / храм / проповедь / любовь / церковь / учение
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > χριστιανικός
См. также в других словарях:
Χριστιανική Αδελφότης Νέων — (XAN). Διεθνής οργάνωση που αποβλέπει στην ηθική διαπαιδαγώγηση των νέων, με βάση τις αρχές του Ευαγγελίου. Η δράση της καθορίζεται από καταστατικό που εγκρίθηκε το 1885 στο Παρίσι. Η XAN ιδρύθηκε στην Αγγλία το 1844 από τον Γ. Ουίλιαμς, με σκοπό … Dictionary of Greek
χριστιανικῇ — χριστιανικός Christian fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστιανική — χριστιανικός Christian fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγία Χριστιανική Δημοκρατία — Βλ. λ. Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία … Dictionary of Greek
υιοθετισμός — Χριστιανική αίρεση που εμφανίστηκε τον 8o αι. στην Ισπανία και αφορά την Αγία Τριάδα. Σύμφωνα με την αίρεση αυτή ο Χριστός έχει υιοθετηθεί από τον Πατέρα. Η αίρεση καταδικάστηκε σε σύνοδο στη Φραγκφούρτη (794). Φαίνεται ότι επανεμφανίστηκε το 12o … Dictionary of Greek
Δευτέρα Παρουσία — Χριστιανική αντίληψη που αναφέρεται στη μέλλουσα κρίση του κόσμου. Σύμφωνα με τη χριστιανική Εκκλησία, η Δ.Π. θα συντελεστεί σε άγνωστο χρόνο, όταν ο Ιησούς έλθει για δεύτερη φορά στη Γη, περιστοιχισμένος από αγγέλους, ως κριτής ζωντανών και… … Dictionary of Greek
Νικολαΐτες — Χριστιανική αίρεση που αναφέρεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη (β’ 6 και 15). Η ίδρυσή της αποδίδεται στον Νικόλαο της Αντιοχείας, έναν από τους επτά διακόνους που εξέλεξαν στην Ιερουσαλήμ οι Απόστολοι. Από τις πληροφορίες των πρώτων χριστιανών, οι… … Dictionary of Greek
δονατισμός — Χριστιανική κίνηση που αναπτύχθηκε στις αρχές του 4ου αι. στην Αφρική, μετά τον μεγάλο διωγμό των χριστιανών την εποχή του Διοκλητιανού. Δημιουργήθηκε για να εναντιωθεί στην υποχωρητική στάση απέναντι στις πολιτικές αρχές, την οποία συνιστούσε ο… … Dictionary of Greek
ημιπελαγιανισμός — Χριστιανική διδασκαλία που διατυπώθηκε από τον ηγούμενο Ιωάννη Κασσιανό. Ο η. στρεφόταν εναντίον των αντιλήψεων για τη θεία χάρη του Πελάγιου και για τον προορισμό του ανθρώπου του Αυγουστίνου. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές ο άνθρωπος, μετά το… … Dictionary of Greek
μονοθελητισμός — Χριστιανική αίρεση, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς είχε δύο φύσεις και μια θέληση. Ο Μ. θεωρείται απότοκος της προσπάθειας του αυτοκράτορα Ηράκλειου να συμβιβάσει τους μονοφυσίτες και τους ορθόδοξους χριστιανούς. Οι αυτοκρατορικές όμως… … Dictionary of Greek
μοντανισμός — Χριστιανική αιρετική κίνηση, που εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του 2ου αι. στη Φρυγία. Ιδρυτής της ήταν ο Μοντάνος, ένα πρόσωπο για το οποίο δεν ξέρουμε πολλά πράγματα. Ο Μοντάνος, ύστερα από οράματα και εκστάσεις, προφήτευσε την προσεχή έλευση… … Dictionary of Greek